ὑποσκελίζοντας

ὑποσκελίζοντας
ὑποσκελίζω
trip up one's heels
pres part act masc acc pl
ὑποσκελίζω
trip up one's heels
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποσκελίζω — ὑποσκελίζω, ΝΜΑ ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω νεοελλ. μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση τού προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του») αρχ. 1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω… …   Dictionary of Greek

  • φιλίππειος — α, ο / φιλίππειος, εία, ον, ΝΑ [Φίλιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά τής Μακεδονίας Φίλιππο Β , πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι φιλίππειοι (ενν. στατήρες) (στην αρχ.) χρυσά νομίσματα που κόπηκαν από… …   Dictionary of Greek

  • Αδόλφος του Νασάου — (1255 – 1298). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους (1292 98). Γιος του κόμη του Νασάου Βάλραμ B’. Την άνοδό του στον θρόνο υποστήριξαν οι εκλέκτορες της περιοχής του Ρήνου, αφού προηγουμένως αποδέχτηκε όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”